κολεός
1κολεός — sheath of the heart masc nom sg …
2κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… …
3κολεός — ο 1. θήκη μαχαιριού ή ξίφους, θηκάρι. 2. το σκληρό περίβλημα του πρώτου ζευγαριού φτερών στα κολεόπτερα έντομα. 3. ο κόλπος της γυναίκας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σιδηροκόλεος — ον, Α (για μαχαίρι) αυτός που έχει σιδερένιο κολεό, σιδερένιο θηκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κολεός «θηκάρι» (πρβλ. σκυτο κόλεος)] …
5σκυτοκόλεος — ον, Α αυτός που έχει κολεό σκύτινο, θήκη δερμάτινη («σκυτοκόλεοι μάχαιραι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + κολεός «θήκη ξίφους» (πρβλ. σιδηρο κόλεος)] …
6куль — I I., род. п. я, м. [род мешка из рогожи], мешок муки, связка соломы, мера ржаной муки в 10 пудов , также неуклюжий человек , укр., блр. куль, польск. kul связка; мотня невода, сети . Обычно считают заимств. из лат. culleus кожаный мешок, бурдюк… …
7Beetle — Beetles redirects here. For the band, see The Beatles. For the car, see Volkswagen Beetle. This article is about the insect. For other uses, see Beetle (disambiguation). Beetle Temporal range: 318–0 Ma …
8Insect wing — Original veins and wing posture of a dragonfly. Hoverflies hovering to mate …
9Coleocephalocereus — aureus Systematik Kerneudikotyledonen Ordnung: Nelkenartige (Caryophyl …
10Coleoptera — Käfer Zeichnung eines Hirschkäfers (Mitte) und verschiedener Körperteile anderer Käferarten. Aus C. G. Calwer’s Käferbuch. 3. Auflage. Thienemanns, Stuttgart 1876 …