κολεός
31κολεάζω — (Α) [κολεός] (κατά τον Ησύχ.) βάζω στον κολεό, βάζω στο θηκάρι …
32κολεοφόρος — κολεοφόρος, ὁ (Α) 1. αυτός που κρατά κολεό 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.). οἱ Κολεοφόροι τίτλος κωμωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + φόρος (< φέρω)] …
33κολεούχος — ο δερμάτινο εξάρτημα τής ιπποσκευής στο οποίο έδενε ο ιππέας με ιμάντες τον κολεό, τη θήκη τού ξίφους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + ούχος (< έχω), πρβλ. κλειδ ούχος, τιτλ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Χαντσερή] …
34κολεϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κολεό, τον κόλπο τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «ο κόλπος τής μήτρας»] …
35κολεόν — και κουλεόν, τὸ (Α) βλ. κολεός …
36κολεόπτερος — η, ο (Α κολεόπτερος, ον) (για έντομα) αυτός που έχει τα φτερά μέσα σε κολεό, σε θήκη νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολεόπτερα τάξη εντόμων, με πλήρεις μεταμορφώσεις, εφοδιασμένων με δύο ζεύγη ανόμοιων φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός + πτερος… …
37κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …
38ξιφοθήκη — η (Α ξιφοθήκη) η θήκη τού ξίφους, κολεός, θηκάρι ή φηκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + θήκη] …
39φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… …
40ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …