-
1 польщённый
επ., βρ-.-щён, -щена, -щеноκολακευμένος• ευχαριστημένος.
См. также в других словарях:
κολακεύομαι — κολακεύομαι, κολακεύτηκα, κολακευμένος βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)