κοκάλια

  • 1κοκκάλια — και κοκάλια και κωκάλια, τα (Α) είδος μικρών οστρακοδέρμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τη λ. κόχλος] …

    Dictionary of Greek

  • 2Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …

    Dictionary of Greek