κοκκύμηλον
1κοκκύμηλον — κοκκύμηλον, τὸ (Α) το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών). [ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το υ υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση τής λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό τού συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε …
2κοκκύμηλον — plum neut nom/voc/acc sg κοκκύμηλος masc acc sg …
3κοκκυμήλοις — κοκκύμηλον plum neut dat pl κοκκύμηλος masc dat pl …
4κοκκυμήλου — κοκκύμηλον plum neut gen sg κοκκύμηλος masc gen sg …
5κοκκυμήλων — κοκκύμηλον plum neut gen pl κοκκύμηλος masc gen pl …
6κοκκυμήλῳ — κοκκύμηλον plum neut dat sg κοκκύμηλος masc dat sg …
7κοκκύμηλα — κοκκύμηλον plum neut nom/voc/acc pl …
8ήλον — ἦλον, τὸ (Α) βράβιλον, κοκκύμηλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …
9αγριοδαμάσκηνο — το ο καρπός τής αγριοδαμασκηνιάς, το αρχαίο κοκκύμηλον …
10αγριοκοκκύμηλο — το (Α ἀγριοκοκκύμηλον) ο καρπός τής αγριοδαμασκηνιάς νεοελλ. το δέντρο αγριοδαμασκηνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + κοκκύμηλον (= δαμάσκηνο)] …
- 1
- 2