κοιτώνιον
1κοιτώνιον — κοιτώνιον, τὸ (Α) [κοιτών] μικρό υπνοδωμάτιο …
2κοιτώνιον — neut nom/voc/acc sg …
3κοιτωνιάρχης — κοιτωνιάρχης, ὁ (Μ) θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτώνιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δαιμονι άρχης, στρατ άρχης] …
1κοιτώνιον — κοιτώνιον, τὸ (Α) [κοιτών] μικρό υπνοδωμάτιο …
2κοιτώνιον — neut nom/voc/acc sg …
3κοιτωνιάρχης — κοιτωνιάρχης, ὁ (Μ) θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτώνιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δαιμονι άρχης, στρατ άρχης] …