κοιταῖος
1κοιταίος — κοιταῑος, αία, ον (AM) [κοίτη] το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῑον (για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη αρχ. 1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. φρ. α) «κοιταῑος γίγνομαι» i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει …
2κοιταῖος — abed masc nom sg …
3κοιταῖον — κοιταῖος abed masc acc sg κοιταῖος abed neut nom/voc/acc sg …
4κοιταῖα — κοιταῖος abed neut nom/voc/acc pl …
5κοιταίαν — κοιταί̱ᾱν , κοιταῖος abed fem acc sg (attic doric aeolic) …
6κοιταίους — κοιταί̱ους , κοιταῖος abed masc acc pl …