κοιν-άν

  • 1κοίν' — κοινά , κοινός common neut nom/voc/acc pl κοινά̱ , κοινός common fem nom/voc/acc dual κοινά̱ , κοινός common fem nom/voc sg (doric aeolic) κοινά , κοινός common neut nom/voc/acc pl κοινέ , κοινός common masc voc sg κοινέ , κοινός common masc/fem… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κοινεών — κοινεών, ὁ (Α) ο κοινωνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιν άνων (< κοινός + κατάλ. ᾱων, πρβλ. διδυμ άων, ξυν άων). Η κατάλ. εών είναι η ιωνική αττική μορφή τής ομηρικής ᾱων. Στη δωρική διάλεκτο η κατάλ. πήρε τη μορφή ᾱν (πρβλ. κοιν άν) και στην… …

    Dictionary of Greek

  • 3Arvanites — Total population est. 50,000 200,000 (see below) Regions with significant populations Attica, Peloponnese, Boeotia, Ep …

    Wikipedia

  • 4COIX — Graece κόιξ, item ἄιρων; unde Latin. oero, de qua voce diximus, sporta vel fiscina est, quâ aliquid tollitur, et fertur: Infima Graecia προφορά ρια vocavit. Hesychius interpretatur πλέγματα, τὰ πεῶλεγμένα ἐκ φύλλων δένδρου σκεὐη, φορμοὺς, unde et …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… …

    Dictionary of Greek

  • 6αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… …

    Dictionary of Greek

  • 7ακτινόμορφος — η, ο 1. ακτινοειδής 2. το ουδ. ως ουσ. Βοτ. Ακτινόμορφο ή ακτινωτό κάθε φυτικό όργανο που έχει ακτινωτή συμμετρία, δηλαδή είναι δυνατόν να χωριστεί σε δύο ίσα μέρη με όλα τα επίπεδα που διέρχονται από τον κύριο άξονά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα +… …

    Dictionary of Greek

  • 8αροτρόπους — ( ποδος), ο το κάτω μέρος του αρότρου, με το οποίο αυτό στηρίζεται στο έδαφος, κοιν. αλετροπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον + πους] …

    Dictionary of Greek

  • 9βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… …

    Dictionary of Greek

  • 10εκσπλαγχνισμός — ο ιατρ. η εξαγωγή (αφαίρεση) τών σπλάγχνων εξαιτίας τραύματος ή κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά, κοιν. ξεκοίλιασμα …

    Dictionary of Greek