κοινωνοῦ

  • 1κοινωνοῦ — κοινωνέω have pres imperat mp 2nd sg (attic) κοινωνέω have imperf ind mp 2nd sg (attic) κοινωνός companion masc/fem gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2обьщьникъ — ОБЬЩЬНИК|Ъ (75), А с. 1.Тот, кто приобщился к кому л., чему л., причастен к кому л., чему л.: и съ ст҃ыми причьтенъ бѹдеши. и съ тѣмь въ цр҃ствии ѹ нб҃снааго вл҃дкы обьщьникъ бѹдеши. ЖФП XII, 46а; съ прилежениѥмь же и тъщаниѥмь наслажа˫аисѧ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3συνταγματικός — ή, ό / συνταγματικός, ή, όν, ΝΑ [σύνταγμα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνταγμα μιας χώρας 2. ο σύμφωνος ή ο συμμορφούμενος με το σύνταγμα («ο νόμος δεν είναι συνταγματικός») 3. αυτός που απορρέει από το σύνταγμα… …

    Dictionary of Greek