κοιμήθηκα μιά

  • 1στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… …

    Dictionary of Greek

  • 2ξεκουράζω — 1. κάνω κάποιον να μην αισθάνεται κούραση, αναπαύω («μια βόλτα στην εξοχή μέ ξεκουράζει») 2. (συν. το μέσ.) ξεκουράζομαι αναπαύομαι («κοιμήθηκα λίγο και ξεκουράστηκα») …

    Dictionary of Greek

  • 3βαριά — επίρρ. 1. με βάρος: Περπατάς βαριά και τραντάζεται το πάτωμα. 2. ισχυρά, με δύναμη: Κάθισε βαριά στην πολυθρόνα. 3. σοβαρά: Είναι βαριά άρρωστος. 4. βαθιά: Κοιμήθηκα βαριά και δεν άκουσα τίποτε. 5. ενοχλητικά, αποκρουστικά: Το δωμάτιο είχε μια… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)