Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κοιλότης

  • 1 носовой

    носов||ой
    прил
    1. ρινικός, τής μύτης:
    \носовой платок τό μαντήλι, τό ρινόμακτρο[ν], τό μυξομάντηλο· \носовойа́я полость ἡ ρινική κοιλότης·
    2. лингв. ἔρρινος, ἔνρινος, ρινόφωνος:
    \носовойы́е согласные τά ἔρρινα σύμφωνα·
    3. мор.:
    \носовойая часть корабля ἡ πλώρη, ἡ πρῶρα.

    Русско-новогреческий словарь > носовой

  • 2 пазуха

    пазух||а
    ж
    1. ὁ κόρφος, ὁ κόλπος:
    положить за \пазухау βάζω στον κόρφο· вынуть из-за \пазухаи βγάζω ἀπό τόν κόρφο μου·
    2. анат. ἡ κοιλότης, τό ἄντρον:
    ло́бная\пазуха τό μετωπιαίον ἄντρον ◊ держать камень за \пазухаой κρατώ κακία.

    Русско-новогреческий словарь > пазуха

  • 3 полость

    полость I ж анат. ἡ κοιλότης, τό κοίλωμα:
    брюшная \полость ἡ γαστρική κοι-λοτης.
    полость II ж (в санях) τό σκέπασμα, τό κάλυμμα.

    Русско-новогреческий словарь > полость

См. также в других словарях:

  • κοιλότης — hollowness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλοτήτων — κοιλότης hollowness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότησι — κοιλότης hollowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότησιν — κοιλότης hollowness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητα — κοιλότης hollowness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητας — κοιλότης hollowness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητες — κοιλότης hollowness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητι — κοιλότης hollowness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητος — κοιλότης hollowness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλότητ' — κοιλότητα , κοιλότης hollowness fem acc sg κοιλότητι , κοιλότης hollowness fem dat sg κοιλότητε , κοιλότης hollowness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχώρησις — διαχώρησις, η (AM) κένωση, αποπάτηση μσν. χωρητικότητα («ἡ κοιλότης καὶ διαχώρησις τοῡδέ τινος σκεύους», Θωμάς ο Μάγιστρος) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»