-
1 носовой
носов||ойприл1. ρινικός, τής μύτης:\носовой платок τό μαντήλι, τό ρινόμακτρο[ν], τό μυξομάντηλο· \носовойа́я полость ἡ ρινική κοιλότης·2. лингв. ἔρρινος, ἔνρινος, ρινόφωνος:\носовойы́е согласные τά ἔρρινα σύμφωνα·3. мор.:\носовойая часть корабля ἡ πλώρη, ἡ πρῶρα. -
2 пазуха
пазух||аж1. ὁ κόρφος, ὁ κόλπος:положить за \пазухау βάζω στον κόρφο· вынуть из-за \пазухаи βγάζω ἀπό τόν κόρφο μου·2. анат. ἡ κοιλότης, τό ἄντρον:ло́бная\пазуха τό μετωπιαίον ἄντρον ◊ держать камень за \пазухаой κρατώ κακία. -
3 полость
полость I ж анат. ἡ κοιλότης, τό κοίλωμα:брюшная \полость ἡ γαστρική κοι-λοτης.полость II ж (в санях) τό σκέπασμα, τό κάλυμμα.
См. также в других словарях:
κοιλότης — hollowness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλοτήτων — κοιλότης hollowness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότησι — κοιλότης hollowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότησιν — κοιλότης hollowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητα — κοιλότης hollowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητας — κοιλότης hollowness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητες — κοιλότης hollowness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητι — κοιλότης hollowness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητος — κοιλότης hollowness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότητ' — κοιλότητα , κοιλότης hollowness fem acc sg κοιλότητι , κοιλότης hollowness fem dat sg κοιλότητε , κοιλότης hollowness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχώρησις — διαχώρησις, η (AM) κένωση, αποπάτηση μσν. χωρητικότητα («ἡ κοιλότης καὶ διαχώρησις τοῡδέ τινος σκεύους», Θωμάς ο Μάγιστρος) … Dictionary of Greek