κοιλο-γάστωρ
1κυτογάστωρ — κυτογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. κύτος + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ολβιο γάστωρ] …
2μεγαλογάστωρ — μεγαλογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. γλωσσο γάστωρ, κοιλο γάστωρ] …
3μεσογάστωρ — μεσογάστωρ, ορος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεσογάστορα ναῡται [ναύταν], τὸν ἐν τῇ μέσῃ νηί. Βέλτιον δὲ τὸν διεζωσμένον μέσην τὴν γαστέρα, ζωνογάστορα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ, γαστέρος), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ταυρο γάστωρ] …
4γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …