κοιλοτέρᾳ
1κοιλοτέρα — κοιλοτέρᾱ , κόιλος hollow fem nom/voc/acc comp dual κοιλοτέρᾱ , κόιλος hollow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱ , κοῖλος hollow fem nom/voc/acc comp dual κοῑλοτέρᾱ , κοῖλος hollow fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
2κοιλοτέρᾳ — κοιλοτέρᾱͅ , κόιλος hollow fem dat comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱͅ , κοῖλος hollow fem dat comp sg (attic doric aeolic) …
3κοιλότερα — κόιλος hollow neut nom/voc/acc comp pl κοῑλότερα , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc comp pl …
4κοιλοτέρας — κοιλοτέρᾱς , κόιλος hollow fem acc comp pl κοιλοτέρᾱς , κόιλος hollow fem gen comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱς , κοῖλος hollow fem acc comp pl κοῑλοτέρᾱς , κοῖλος hollow fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
5κοιλοτέραν — κοιλοτέρᾱν , κόιλος hollow fem acc comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱν , κοῖλος hollow fem acc comp sg (attic doric aeolic) …
6υπόπρωρος — η, ο / ὑπόπρῳρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την πλώρη πλοίου 2. φρ. «υπόπρωρη άγκυρα» ναυτ. βοηθητική άγκυρα που είχαν μερικά παλαιά ιστιοφόρα κάτω από τη στείρα τής πλώρης αρχ. (για πλοίο) αυτός που έχει… …