κογχάριον
1κογχάριον — κογχάριον, τὸ (AM) μικρή κόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. κοντ άριον, ποδ άριον)] …
2κογχαρίοις — κογχάριον neut dat pl …
3κογχαρίων — κογχάριον neut gen pl …
4κογχάρια — κογχάριον neut nom/voc/acc pl …
5κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …