κογχωτός

  • 1κογχωτός — κογχωτός, ή, όν (AM) [κόγχη] μσν. αυτός που εμφανίζει κόγχο, κύρτωμα αρχ. φρ. «κογχωτὸς ψυκτήρ» κυρτό δοχείο ψύξης οίνου …

    Dictionary of Greek

  • 2κογχωτοί — κογχωτός having a boss masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …

    Dictionary of Greek