κογχυλευτική
1κογχυλευτικαῖς — κογχυλευτική trade of murex fishing fem dat pl …
2κογχυλευτικῆς — κογχυλευτική trade of murex fishing fem gen sg (attic epic ionic) …
3κογχυλευτικός — κογχυλευτικός, ή, όν (AM) [κογχυλευτής] 1. αυτός που ανήκει στην αλιεία κοχυλιών ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κογχυλευτική η τέχνη τής αλιείας κοχυλιών …