κοίλος
71λαγαρόκυκλος — λαγαρόκυκλος, ον (AM) [λαγαρός] 1. ο βαθιά κοίλος σαν το όστρακο τής χελώνας 2. (ως επίθ. τής λύρας και τής κιθάρας) ο πολύ κοίλος («λαγαρόκυκλος λύρα», Ευστάθ.) …
72πλωτήρας — ο / πλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ελαφρό σώμα που επιπλέει στο νερό ή βοηθά άλλο σώμα να διατηρείται στην επιφάνεια τού νερού 2. (αεροπ.) καθεμιά από τα δύο στεγανές λεμβοειδείς κατασκευές που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα υδροπλάνα πάνω… …
73πρόκοιλος — η, ο, ΝΑ ζωολ. (για σπόνδυλο) αυτός τού οποίου η πρόσθια επιφάνεια είναι κοίλη αρχ. προκοίλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιλος (< κοιλία), πρβλ. μεγαλό κοιλος] …
74χορδόκοιλον — τὸ, Μ συν. στον πληθ. τὰ χορδόκοιλα τα λεπτά έντερα τών ζώων μαζί με το μεσεντέριο και μέρος,τού επιπλόου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + κοιλον, ουδ. τού κοίλος (< κοιλία), πρβλ. ὑδρό κοιλος] …
75κοιλοτέραν — κοιλοτέρᾱν , κόιλος hollow fem acc comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱν , κοῖλος hollow fem acc comp sg (attic doric aeolic) …
76κοιλοτέρᾳ — κοιλοτέρᾱͅ , κόιλος hollow fem dat comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱͅ , κοῖλος hollow fem dat comp sg (attic doric aeolic) …
77κοίλαι — κοίλᾱͅ , κόιλος hollow fem dat sg (doric aeolic) κοί̱λᾱͅ , κοῖλος hollow fem dat sg (doric aeolic) …
78κοίλαν — κοίλᾱν , κόιλος hollow fem acc sg (doric aeolic) κοί̱λᾱν , κοῖλος hollow fem acc sg (doric aeolic) …
79κοίληι — κοίλῃ , κόιλος hollow fem dat sg (attic epic ionic) κοί̱λῃ , κοῖλος hollow fem dat sg (attic epic ionic) …
80κοίληις — κοίλῃς , κόιλος hollow fem dat pl (epic) κοί̱λῃς , κοῖλος hollow fem dat pl (epic) …