κοίλος

  • 61αμφίκοιλος — η, ο (ΑΜ ἀμφίκοιλος, ον) ο κοίλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι + κοῖλος] …

    Dictionary of Greek

  • 62επιπεδόκοιλος — η, ο (για φακό) αυτός που κατά τη μία επιφάνεια είναι κοίλος και κατά την άλλη επίπεδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίπεδο(ν) + κοίλος. Η λ. μαρτυρείται στον Νικηφόρο Θεοτόκη] …

    Dictionary of Greek

  • 63ετερόκοιλος — η, ο 1. αυτός που είναι κοίλος από τη μία πλευρά («ετερόκοιλο νόμισμα») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ετερόκοιλοι ασβεστόσπογγοι τών οποίων οι παραγαστρικές κοιλότητες έχουν επένδυση από πλακώδη κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κοίλος. Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 64κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 65κοιλαίος — κοιλαῑος, α, ον (Α) [κοίλος] κοίλος …

    Dictionary of Greek

  • 66κοιλοφυής — κοιλοφυής, ές (Α) αυτός που είναι από τη φύση του κοίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + φυής (< φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] …

    Dictionary of Greek

  • 67κοιλωπής — κοιλωπής, ές, θηλ. και κοιλῶπις, ώπιδος (Α) 1. αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά μάτια 2. κοίλος, βαθουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ωπής (< θ. ωπ τού ὄπωπα), πρβλ. αμβλυ ωπής, πολυ ωπής] …

    Dictionary of Greek

  • 68κοιλόμυχος — κοιλόμυχος, ον (Α) αυτός που είναι κοίλος, κούφιος στο εσωτερικό του μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + μυχός (πρβλ. ενδό μυχος, χηνό μυχος)] …

    Dictionary of Greek

  • 69κοιλότητα — η (AM κοιλότης) [κοίλος] 1. η ιδιότητα ή η μορφή τού κοίλου 2. το βαθούλωμα, το κοίλωμα νεοελλ. ανατ. κάθε κοίλος χώρος τού σώματος που περιέχει εσωτερικά διάφορα όργανα (α. «θωρακική κοιλότητα» β. «η κοιλότητα τής λεκάνης») αρχ. 1. αρχιτ. κοίλο… …

    Dictionary of Greek

  • 70κύαρ — το (Α κύαρ, ατος) μικρή οπή, όπως η οπή τής βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῡ ἑτέρου κύαρ ἔχουσαν», Ιπποκρ.) 2. το βαθύτερο σημείο τού ακουστικού πόρου νεοελλ. 1. η οπή τής στομίδας τού χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα… …

    Dictionary of Greek