κοίλος
51κοιλοτέρας — κοιλοτέρᾱς , κόιλος hollow fem acc comp pl κοιλοτέρᾱς , κόιλος hollow fem gen comp sg (attic doric aeolic) κοῑλοτέρᾱς , κοῖλος hollow fem acc comp pl κοῑλοτέρᾱς , κοῖλος hollow fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
52κοίλα — κοίλᾱ , κόιλος hollow fem nom/voc/acc dual κοίλᾱ , κόιλος hollow fem nom/voc sg (doric aeolic) κοί̱λᾱ , κοῖλος hollow fem nom/voc/acc dual κοί̱λᾱ , κοῖλος hollow fem nom/voc sg (doric aeolic) …
53κοίλας — κοίλᾱς , κόιλος hollow fem acc pl κοίλᾱς , κόιλος hollow fem gen sg (doric aeolic) κοί̱λᾱς , κοῖλος hollow fem acc pl κοί̱λᾱς , κοῖλος hollow fem gen sg (doric aeolic) …
54εύκοιλος — εὔκοιλος, ο (Μ) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοιλος (< κοιλία υποχωρητικά), πρβλ. μεγαλό κοιλος, υδρό κοιλος] …
55κοιλωπός — κοιλωπός, όν (Α) 1. αυτός που φαίνεται κοίλος 2. ο κοίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ωπός*] …
56μεγαλόκοιλος — μεγαλόκοιλος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κοῖλος (πρβλ. ορθό κοιλος, υδρό κοιλος)] …
57μονόκοιλος — μονόνοικος, ον (ΑΜ) αυτός που γεννήθηκε μαζί με άλλον ή με άλλους στην ίδια γέννα. επίρρ... μονόκοιλα (Μ μονόκοιλα) με μια γέννα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοιλος (< κοιλία), πρβλ. ορθό κοιλος, πονό κοιλος] …
58υπόκοιλος — ον, Μ 1. λίγο κοίλος·2. κοίλος από κάτω («ὑπόκοιλος ἐν τῇ πέτρᾳ τόπος», Φωκ. Ιω.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κοῖλος] …
59άκοιλος — (I) ἄκοιλος, ον (Α) [κοῑλος] αυτός που δεν είναι κοίλος, κούφιος. (II) η, ο [κοιλιά] αυτός που δεν έχει μεγάλη κοιλιά …
60άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… …