κοίλην εἰσέπτατο πέτρην

  • 1εισπέτομαι — εἰσπέτομαι (Α) πετώ προς ή μέσα (α. «ὥς τε πέλεια, ἥ ῥὰ θ ὑπ ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην» σαν περιστέρα που πέταξε μέσα στην κουφάλα τής πέτρας κυνηγημένη από γεράκι β. «φήμη τε ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον» φήμη πετούσε, διαδιδόταν μέσα στο… …

    Dictionary of Greek