κοάλεμος
1κοάλεμος — κοάλεμος, ὁ (Α) ανόητος, ηλίθιος, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. ξεν. προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη, προέρχεται από θ. κο (προϊόν ονοματοποιίας) + κατάλ. άλεμος, σκοτεινής προελεύσεως, πού μαρτυρείται επίσης στη λ. ι… …
2κοάλεμος — κοά̱λεμος , κοάλεμος stupid fellow masc nom sg …
3κοαλέμου — κοᾱλέμου , κοάλεμος stupid fellow masc gen sg …
4κοαλέμῳ — κοᾱλέμῳ , κοάλεμος stupid fellow masc dat sg …
5κοάλεμοι — κοά̱λεμοι , κοάλεμος stupid fellow masc nom/voc pl …
6κοάλεμον — κοά̱λεμον , κοάλεμος stupid fellow masc acc sg …