κνῆσαι
1κνῆσαι — κνάω Bis Acc. aor imperat mid 2nd sg κνάω Bis Acc. aor inf act …
2κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …
3σκούλαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «κνῆσαι. Λάκωνες» …