κνώδων
1κνώδων — κνώδων, οντος, ὁ (Α) 1. (κυρίως στον πληθ.) οί κνώδοντες καθεμιά από τις δύο οδοντοειδείς προεξοχές τής αιχμής τού δόρατος («τὰ δὲ προβόλια, πρῶτον μὲν λόγχας ἔχοντα, κατά δὲ μέσον τὸν καυλὸν κνώδοντας», Ξεν.) 2. το ξίφος («πῶς σ ἀποσπάσω πικροῦ… …
2κνώδων — projecting teeth masc nom sg …
3κνώδοντα — κνώδων projecting teeth masc acc sg …
4κνώδοντας — κνώδων projecting teeth masc acc pl …
5κνώδοντες — κνώδων projecting teeth masc nom/voc pl …
6κνώδοντι — κνώδων projecting teeth masc dat sg …
7κνώδοντος — κνώδων projecting teeth masc gen sg …
8кус — род. п. а, кусок, укр., блр. кус, кусок, др. русск. кусъ, цслав. кѫсъ, болг. къс, сербохорв. ку̑с, кусак, словен. kȏs, чеш., слвц. kus, польск. kęs, kąsek, в. луж., н. луж. kus, полаб. kǫs. Родственно (праслав. *kǫ(d)sъ) лит. kandu, kandau,… …
9κνώδαλο — το (AM κνώδαλον) (για πρόσ.) χαζός ή ανάξιος, τιποτένιος μσν. αρχ. κάθε άγριο ή επικίνδυνο και βλαβερό ζώο (α. «κνώδαλ ὅσ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδέ θάλασσα», Ησίοδ. αρχ. οποιοδήποτε ζώο («κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …
10πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ …
- 1
- 2