κνήκιον
1κνήκιον — κνήκιον, τὸ (Α) [κνήκος] ονομασία αρωματικού φυτού, αλλ. αμάρακον …
2κνήκιον — neut nom/voc/acc sg …
3κνίκιον — κνίκιον, τὸ (Α) κνήκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνήκιον (βλ. λ. κνῆκος)] …
4κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… …