κνώδαξ
1κνώδαξ — κνώδαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. κνώδακας …
2κνώδακα — κνώδαξ pin masc acc sg …
3κνώδακας — κνώδαξ pin masc acc pl …
4κνώδακες — κνώδαξ pin masc nom/voc pl …
5κνώδακι — κνώδαξ pin masc dat sg …
6κνώδακος — κνώδαξ pin masc gen sg …
7κνώδαξι — κνώδαξ pin masc dat pl (epic) …
8κνώδαξιν — κνώδαξ pin masc dat pl (epic) …
9κνωδάκιον — κνωδάκιον, τὸ (Α) μικρός άξονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, ακος + υποκορ. κατάλ. ιον] …
10κνωδακίζω — (Α) [κνώδαξ] στηρίζω κάτι σε κέντρο ώστε να στρέφεται σαν πάνω σε άξονα …
Страницы
- 1
- 2