κνησμος
1κνησμός — itching masc nom sg …
2κνησμός — ο (AM κνησμός) [κνω] ενοχλητικός ερεθισμός τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούρα («ἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.) αρχ. 1. αμυχή, γρατσούνισμα 2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός 3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ …
3κνησμός — ο μυρμηκίαση, φαγούρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κνησμός ή φαγούρα — Αίσθημα που πηγάζει από το δέρμα και προκαλεί την ανάγκη ξεσμού. Συνήθως περιορίζεται σε μικρές ή μεγάλες περιοχές, ενώ άλλοτε είναι διάχυτος σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Ο κ. εμφανίζει διαβαθμίσεις, από τον ελαφρύ και παροδικό μέχρι… …
5κνησμοῖς — κνησμός itching masc dat pl …
6κνησμοῖσι — κνησμός itching masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7κνησμοί — κνησμός itching masc nom/voc pl …
8κνησμοῦ — κνησμός itching masc gen sg …
9κνησμούς — κνησμός itching masc acc pl …
10κνησμῶν — κνησμός itching masc gen pl …