κνημία
1κνημία — κνημίᾱ , κνημία leg fem nom/voc/acc dual κνημίᾱ , κνημία leg fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κνημίον neut nom/voc/acc pl …
2κνημία — η (AM κνημία) [κνήμη] ακτίνα τροχού αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) το αντικνήμιο* β) στον πληθ. αἱ κνημίαι i) τα καλύμματα τής άμαξας ii) φθορές 2. (κατά τον Φώτ.) το πόδι καρέκλας …
3κνημίας — κνημίᾱς , κνημία leg fem acc pl κνημίᾱς , κνημία leg fem gen sg (attic doric aeolic) …
4κνημίαι — κνημίᾱͅ , κνημία leg fem dat sg (attic doric aeolic) …
5κνημίαν — κνημίᾱν , κνημία leg fem acc sg (attic doric aeolic) …
6κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …
7πλατυκνημία — η, Ν ανατ. ανώμαλη διαμόρφωση τού οστού τής κνήμης κατά την οποία ένα τμήμα του είναι πεπλατυσμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platycnemia < πλατυ * + κνημία < κνημος < κνήμη)] …
8πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… …