κνηκίας
1κνηκίας — κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α) ονομασία τού λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. ίας (πρβλ. βομβυκ ίας, κροκ ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του] …
2κνηκίας — κνηκίᾱς , κνηκίας wolf masc acc pl κνηκίᾱς , κνηκίας wolf masc nom sg (attic epic doric aeolic) κνηκίᾱς , κνηκός pale yellow masc acc pl κνηκίᾱς , κνηκός pale yellow masc nom sg (attic epic doric aeolic) …
3κνηκίην — κνηκίας wolf masc acc sg (epic ionic) κνηκός pale yellow masc acc sg (epic ionic) …
4κνηκίαν — κνηκίᾱν , κνηκίας wolf masc acc sg (attic epic doric aeolic) κνηκίας wolf masc acc sg κνηκίᾱν , κνηκός pale yellow masc acc sg (attic epic doric aeolic) κνηκός pale yellow masc acc sg …
5κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… …
6κνακίας — κνακίας, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κνηκίας …