κνίδιος
1Κνίδιος — of masc nom sg …
2κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… …
3Εύδοξος ο Κνίδιος — (Κνίδος 408 – 355 π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, μετεωρολόγος, γεωγράφος, γιατρός και φιλόσοφος. Η φήμη του ήταν πολύ μεγάλη και γι’ αυτό ονομάστηκε Ε. ο Ένδοξος. Ίδρυσε την ονομαστή σχολή της Κυζίκου και δίδαξε θετικές επιστήμες στην Ακαδημία… …
4Κνιδίαις — Κνίδιος of fem dat pl …
5Κνιδίη — Κνίδιος of fem nom/voc sg (epic ionic) …
6Κνιδίην — Κνίδιος of fem acc sg (epic ionic) …
7Κνιδίης — Κνίδιος of fem gen sg (epic ionic) …
8Κνιδίους — Κνίδιος of masc acc pl …
9Κνίδιαι — Κνίδιος of fem nom/voc pl …
10Κνίδιοι — Κνίδιος of masc nom/voc pl …