κλῶϑες
1κλώθες — κλῶθες, αἱ (Α) [κλώθω] (προσωνυμία τών Μοιρών) αυτές που κλώθουν …
2Κλῶθες — Goddesses of fate fem nom/voc pl …
3κλῶθες — Goddesses of fate fem nom/voc pl κλώθω twist by spinning imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
4Κλωσί — Κλῶθες Goddesses of fate fem dat pl …
5κλωσί — Κλῶθες Goddesses of fate fem dat pl κλών twig masc dat pl …
6Κλωσίν — Κλῶθες Goddesses of fate fem dat pl …
7κλωσίν — Κλῶθες Goddesses of fate fem dat pl κλών twig masc dat pl …
8Κλῶθας — Κλῶθες Goddesses of fate fem acc pl …
9κλῶθας — Κλῶθες Goddesses of fate fem acc pl …
10κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… …