κλῶϑες

  • 21Лахесис — Мойры Иль Содома. Три мойры. Ок. 1525. Национальная галерея старинного искусства Палаццо Барберини. Рим Мойры (греч. Μοϊραι от др. греч …

    Википедия

  • 22κλωθοφόρος — κλωθοφόρος, ὁ (Μ) (για τον θεό) αυτός που καθορίζει τη μοίρα τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶθες (προσωνυμία τών Μοιρών) + φόρος (< φόρος < φέρω)] …

    Dictionary of Greek

  • 23νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …

    Dictionary of Greek