κλόνος
1κλόνος — confused motion masc nom sg …
2κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… …
3κλόνοι — κλόνος confused motion masc nom/voc pl …
4κλόνοις — κλόνος confused motion masc dat pl …
5κλόνον — κλόνος confused motion masc acc sg …
6κλόνου — κλόνος confused motion masc gen sg …
7κλόνους — κλόνος confused motion masc acc pl …
8κλόνων — κλόνος confused motion masc gen pl …
9κλόνῳ — κλόνος confused motion masc dat sg …
10κεραυνοκλόνος — κεραυνοκλόνος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι κλόνος] …