κλόνος

  • 21κλονόεις — κλονόεις, εσσα, εν (Α) [κλόνος] αυτός που έχει πολλή ταραχή …

    Dictionary of Greek

  • 22κλονώ — (AM κλονῶ, έω) [κλόνος] ταράζω, προκαλώ απώλεια σταθερότητας, κλονίζω* (α. «ψάμαθοι κύμασιν ριπαῖς τ ἀνέμων κλονέονται», Πίνδ. β. «πάθη κλονεῖν τὴν ψυχήν», Φίλ.) αρχ. 1. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση ή τρέπω σε φυγή («Ἕκτορα δ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ… …

    Dictionary of Greek

  • 23κλονώδης — ες (AM κλονώδης, ῶδες) [κλόνος] αυτός που γίνεται με ταραχή ή με σπασμούς, σπασμωδικός («κλονώδης σφυγμός», Γαλ.) νεοελλ. αυτός που υφίσταται κλονισμούς …

    Dictionary of Greek

  • 24κλόνις — κλόνις, ιος, ἡ (Α) 1. το ιερό οστό 2. η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klou ni «ισχίο, γλουτός» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. śroni, το αβεστ. sraoniš, το λατ. clunis, το ιρλδ. cluain και το λιθουαν. šlaunis. Πρόβλημα, ωστόσο, παρουσιάζει ο …

    Dictionary of Greek

  • 25κορκορυγμός — κορκορυγμός, ὁ (Α) [κορκορυγῶ] υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.) …

    Dictionary of Greek

  • 26μυοκλονία — η ιατρ. σύντομη ακούσια συστολή τμήματος ή ολόκληρου μυός, ακόμη και ομάδας μυών, με ορατή ή μη ορατή μετακίνησή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myoclonie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + κλονία < κλόνος < κλονώ / κλονίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 27παραμυόκλονος — ο ιατρ. ασθένεια που έχει ως κύριο σύμπτωμα εξωτερικές συσπάσεις τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paramyoclonus (< παρ[α] * + μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + κλόνος < κλονώ / κλονίζω)) …

    Dictionary of Greek

  • 28συγκλονώ — συγκλονῶ, έω, ΝΑ κλονίζω, σείω συθέμελα, συνταράσσω (α. «ισχυρός σεισμός συγκλόνησε την πόλη» β. «οἷον ἀπὸ πελάγευς συγκλονέουσα νέας», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. μτφ. καταθορυβώ, συγκλονίζω αρχ. 1. επιφέρω σύγχυση, προξενώ ταραχή σε συνωθούμενο πλήθος… …

    Dictionary of Greek

  • 29υπόκλονος — ον, Μ λίγο κλονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλόνος «κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός»] …

    Dictionary of Greek

  • 30χελύκλονος — ον, Α αυτός που αντηχεί με το όστρακο τής χελώνας («χελύκλονος φόρμιγξ», Ορφ. Αργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλυς «χελώνα» + κλόνος «ταραχή, κλονισμός»] …

    Dictionary of Greek