κλάδευσις
1κλαδεύσει — κλάδευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) κλαδεύσεϊ , κλάδευσις fem dat sg (epic) κλάδευσις fem dat sg (attic ionic) …
2κλάδευσιν — κλάδευσις fem acc sg …
3κλάδευση — η (AM κλάδευσις) [κλαδεύω] το κλάδεμα …
4κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… …
5κλαδεύσεως — κλαδεύσεω̆ς , κλάδευσις fem gen sg (attic) …