κλύσμα
1κλύσμα — liquid used for washing out neut nom/voc/acc sg …
2κλύσμα — το (AM κλύσμα) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της και, κυρίως, για καθαρισμό τών εντέρων νεοελλ. 1. ο καθαρισμός τών εντέρων με την έγχυση υγρού με ειδική συσκευή η οποία απολήγει σε κατάλληλο ρύγχος …
3κλύσμα — το, ατος 1. το υγρό που χύνεται με τον κλυστήρα σε κοιλότητα του σώματος. 2. κλυστήρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κλυσμάτων — κλύσμα liquid used for washing out neut gen pl …
5κλύσμασι — κλύσμα liquid used for washing out neut dat pl …
6κλύσμασιν — κλύσμα liquid used for washing out neut dat pl …
7κλύσματα — κλύσμα liquid used for washing out neut nom/voc/acc pl …
8κλύσματι — κλύσμα liquid used for washing out neut dat sg …
9κλύσματος — κλύσμα liquid used for washing out neut gen sg …
10γλυστήρι — και κλυστήρι, το [κλυστήριον] 1. το κλύσμα 2. πλύση που γίνεται με κλύσμα …