-
1 κλωτσώ
[клоцо] р. бить ногой, пинать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλωτσώ
-
2 ударить
-
3 лягать
ρ.δ. μ.1. λακτίζω, κλωτσώ (για χηλοφόρα ζώα).2. μτφ. θίγω, προσβάλλω, διώχνω κακήν-κακώς.λακτίζω, κλωτσώ•лошадь -ется το άλογο κλωτσά.
|| αλληλολακτίζομαι, αλληλοκλωτσιέμαι. -
4 пинать
ρ.δ.μ.(απλ.) κλωτσώ χτυπώ•пинать ногами κλωτσώ, χτυπώ με τα πόδια•
пинать коленом χτυπώ με το γόνα.
1. βλ. ρ. ενεργ. φ.2. αλληλοχτυπιέμαι, άλληλοκλωτσιέμαι. -
5 брыкать
брыкатьнесов κλωτσῶ, λακτίζω. -
6 брыкаться
брыкать||сяκλωτσώ. -
7 отдавать
отдаватьнесов1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:\отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:(помещать) τοποθετώ, βάζω:\отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·6. мор.:\отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι. -
8 угостить
угоститьсов, угощать несов κερνώ, ψιλεύω, τρατάρω:\угостить обедом κάνω σέ κά· I ποιον τό τραπέζι, ψιλεύω κάποιον \угостить· ι вином (пивом) κερνώ κάποιον κρασί (μπύρα)· ◊ \угостить пинко́м κλωτσώ, δίνω κλωτσιά. -
9 ударять
ударятьнесов в разн. знач. χτυπώ, κτυπώ, κρούω, πλήττω, τύπτω:\ударять палкой ραβδίζω, χτοπῶ μέ τό μπαστούνι· \ударять ногой κλωτσώ· \ударять по лицу́ χαστουκίζω, μπατσίζω· \ударять в барабан κρούω τό τύμπανο· \ударять в колокол κτυπῶ τήν καμπάνα. -
10 взбрыкнуть
-ну, -нешь ρ.σ.(για ζώα) κλωτσώ, λακτίζω -
11 отдать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал-ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -оρ.σ.μ.1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•
отдать долг δίνω το χρέος.
2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.
|| θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.
|| όίνω, παραδίνω•отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•
отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.
|| βάζω, στέλλω, παραδίνω•отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•
сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.
|| παντρεύω•в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.
|| παραπέμπω•отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.
3. πουλώ•я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.
|| πληρώνω•за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.
4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•
отдать внам ενοικιάζω•
отдать визит επισκέπτομαι•
отдать якорь αγκυροβολώ•
отдать поклон υποκλίνομαι.
5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.
|| προκαλώ πόνο•-ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.
6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).
|| στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).7. αμ. αναμερίζω, κάνω•-ай назад κάνε πίσω.
εκφρ.отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).1. παραδίδομαι•он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•
неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.
2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.
4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ. -
12 поддать
ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.εκφρ.поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•
не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•
его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•
не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•
поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.
См. также в других словарях:
κλωτσώ — (Μ κλωτσῶ, άω) βλ. κλοτσώ … Dictionary of Greek
σκιμαλίζω — Α 1. (ως υβριστική χειρονομία) α) χτυπώ τη μύτη κάποιου με το μεσαίο δάχτυλο αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ τό συγκρατούσα με τον αντίχειρα β) υψώνω το μεσαίο δάχτυλο 2. (κατ επέκτ.) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με λόγια ή έργα 3. καταδακτυλίζω* 4. φρ.… … Dictionary of Greek