κλωγμός
1κλωγμός — clucking masc nom sg …
2κλωγμός — και κλωσμός ο (AM κλωγμός και κλωσμός) [κλώζω] ο ήχος τής φωνής τής κότας, κακάρισμα («κοράκων λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῑς ἀλεκτορίδων», Πλούτ.) μσν. αρχ. ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα αρχ. κροτάλισμα τής γλώσσας για παρακίνηση αλόγου …
3κλωγμοῦ — κλωγμός clucking masc gen sg …
4κλωγμούς — κλωγμός clucking masc acc pl …
5κλωγμῷ — κλωγμός clucking masc dat sg …
6κλωγμόν — κλωγμός clucking masc acc sg …
7κλωσμοῖς — κλωγμός clucking masc dat pl κλωσμός clucking masc dat pl …
8κλωσμῷ — κλωγμός clucking masc dat sg κλωσμός clucking masc dat sg …
9κλωσμόν — κλωγμός clucking masc acc sg κλωσμός clucking masc acc sg …
10κλωσμός — κλωγμός clucking masc nom sg κλωσμός clucking masc nom sg …
Страницы
- 1
- 2