κλωγμός

  • 11klēg-, klōg-, klǝg-, klang-; kleg-; klōg-; kleig-; kleik- —     klēg , klōg , klǝg , klang ; kleg ; klōg ; kleig ; kleik     English meaning: to cry; to sound     Deutsche Übersetzung: ‘schreien, klingen”     Note: various extensions of Schallwortes kel 6 “call, shout, cry”     Material: 1. Gk. κλαγγή f.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 12κλωσμός — ο (AM κλωσμός) [κλώζω] κλωγμός, κακάρισμα αρχ. ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα …

    Dictionary of Greek

  • 13κλώζω — (AM κλώζω και κλώσσω) (για το πτηνό κάργια) κράζω νεοελλ. (για όρνιθα) κακαρίζω αρχ. βγάζω κραυγή αποδοκιμασίας («ὑμῶν οἱ θεώμενοι τοῖς Διαυσίοις εἰσιόντ εἰς τὸ θέατρον τοῦτον ἐσυρίττετε καὶ ἐκλώζετε», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ονοματοποιίας,… …

    Dictionary of Greek