κλυτόνοος

  • 1κλυτόνοος — famous for wisdom masc/fem nom sg κλυτόνους masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …

    Dictionary of Greek