κλυσμάτιον
1κλυσμάτιον — κλυσμάτιον, τὸ (Α) μικρό κλύσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλύσμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. δεμάτ ιον, σωμάτ ιον)] …
2κλυσμάτιον — clyster neut nom/voc/acc sg …
3κλυσματίου — κλυσμάτιον clyster neut gen sg …
4κλυσματίῳ — κλυσμάτιον clyster neut dat sg …
5κλυσματικόν — κλυσματικόν, τὸ (Α) [κλύσμα] κλυσμάτιον* …