1κλοπικός — κλοπικός, ή, όν (Α) [κλοπή] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», Πλάτ.) …
Dictionary of Greek
2κλοπικόν — κλοπικός thievish masc acc sg κλοπικός thievish neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3κλοπικοῖς — κλοπικός thievish masc/neut dat pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)