-
1 κλοπή
[клопи] ома. Θ. кража, воровство.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κλοπή
-
2 кража
-и θ.κλεψιά, κλέψιμο, κλοπή•совершить -у διαπράττω κλοπή•
кража со взломом η κλοπή με διάρρηξη.
-
3 кража
-
4 кража
краж||аж ἡ κλοπή, τό κλέψιμο, ἡ κλεψιά:совершить \кражау διαπράττω κλοπή. -
5 ограбление
η ληστεία, η κλοπή, η λεηλασία-ить ληστεύω, λεηλατώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ограбление
-
6 похищение
η απαγωγή, το κλέψιμο, η αρπαγή, η κλοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > похищение
-
7 страхование
η ασφάλισ/ηгосударственное - κρατική/δημόσια -имущественное - ακινήτου για ζημιές απόδιάφορες αιτίες (πυρός, θύελλαςοχημάτωνκ λπ.)морское - η ναυτασφάλεια, ηναυτασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > страхование
-
8 угон
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угон
-
9 хищение
юр. η κλοπή, το κλέψιμο, (растрата) η κατάχρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хищение
-
10 воровство
воров||ствос ἡ κλοπή, ἡ κλεψιά, τό κλέψιμο. -
11 заивлять
заив||ля́тьнесов1. δηλώνω:\заивлятьлять о своем желании ἐκδηλώνω (или ἐκφράζω) τήν ἐπιθυμία· \заивлятьля́ть протест διαμαρτύρομαι· \заивлятьлять свой права на что-л. προβάλλω τά δικαιώματα μου·2. (сообщать) καταθέτω δήλωση:\заивлятьлять в милицию о краже κάνω μήνυση στήν ἀστυνομία γιά κλοπή. -
12 осудить
осудитьсов, осуждать несов1. κατακρίνω, ἐπικρίνω / ἀποδοκιμάζω (не одобрять):\осудить чье-л. поведение κατακρίνω διαγωγή κάποιου·2. (приговаривать к чему-л.) καταδικάζω:\осудить за воровство́ καταδικάζω γιά κλοπή· \осудить зао́чио καταδικάζω ἐρήμην \осудить кого́-л. на смерть καταδικάζω σέ θάνατο·3. (обрекать на что-л.) καταδικάζω, ὑποβάλλω:\осудить на разлу́ку καταδικάζω σέ χωρισμό. -
13 похищение
похищениес ἡ κλοπή, τό κλέψιμο, ἡ κλεψιά (кража) / ἡ ἀπαγωγή (человека). -
14 хищение
хищениес ἡ κλοπή, ἡ λεηλασία/ ἡ κατάχρηση [-ις] (растрата). -
15 кража
[κράζα] ουσ. θ. κλοπή, κλέψιμο -
16 хищение
[χιστσένιιε] ουσ. θ. κλοπή -
17 кража
[κράζα] ουσ θ κλοπή, κλέψιμο -
18 хищение
[χιστσένιιε] ουσ θ κλοπή -
19 блат
-а α.(απλ.)1. (αργκό των κλεφτών) κλοπή, κλεψιά• έγκλημα.2. ρουσφέτι•по -у με ρουσφέτι.
-
20 блудливость
-и θ.(απλ.)1. ασωτεία, εκφυλισμός.2. περιφορά, τριγύρισμα (γω κλοπή).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλοπή — theft fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek
κλοπῇ — κλοπῆι , κλοπεύς thief masc dat sg (epic ionic) κλοπή theft fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπή — η η πράξη του κλέβω, κλεψιά, κλέψιμο: Κατηγορείται για κλοπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλοπαῖς — κλοπή theft fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαῖσι — κλοπή theft fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαί — κλοπή theft fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπᾶν — κλοπή theft fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπήν — κλοπή theft fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπῶν — κλοπή theft fem gen pl κλοπός thief masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek