κλιτῦς ἀποτμήγουσι χαράδραι

  • 1κλειτύς — η (Α κλειτύς και κλιτύς, ύος) κατηφορική πλαγιά όρους ή λόφου, βουνοπλαγιά, κατωφέρεια («πολλὰς δὲ κλιτῡς τότ ἀποτμήγουσι χαράδραι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει τής ρίζας] …

    Dictionary of Greek