κλιμακίς
1κλιμακίς — small ladder fem nom sg …
2κλιμακίδα — κλιμακίς small ladder fem acc sg …
3κλιμακίδας — κλιμακίς small ladder fem acc pl …
4κλιμακίδες — κλιμακίς small ladder fem nom/voc pl …
5κλιμακίδι — κλιμακίς small ladder fem dat sg …
6κλιμακίδος — κλιμακίς small ladder fem gen sg …
7κλιμακίδα — η (Α κλιμακίς, ίδος) 1. μικρή σκάλα, σκαλίτσα («προσθεὶς τὰς κλιμακίδας τοῖς τείχεσι κατεπείραζε τῆς πόλεως», Πολ.) 2. η κλίμακα πλοίου η οποία οδηγεί στο κύτος ή στην αποβάθρα αρχ. 1. (ως σκωπτικό επίθ.) γυναίκα η οποία σκύβοντας έβαζε την πλάτη …
8κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… …