κλιμακοφόρος
1κλιμακοφόρος — bearing a ladder masc/fem nom sg …
2κλιμακοφόρος — ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῑσθαι», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» το κλιμακοστάσιο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος ὁ… …
3κλιμακοφόροι — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem nom/voc pl …
4κλιμακοφόροις — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem/neut dat pl …
5κλιμακοφόρων — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem/neut gen pl …
6κλιμακηφόρος — κλιμακηφόρος, ον (Α) βλ. κλιμακοφόρος …