κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις

  • 1εύγναμπτος — εὔγναμπτος, ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α) ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «εὔγναμπτος ἄγκυρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γναμπτός «καμπύλος»] …

    Dictionary of Greek