κλητήρ

  • 11κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… …

    Dictionary of Greek

  • 12ψευδοκλητήρ — ῆρος, ὁ, Α άτομο που υπογράφει ψευδώς ότι ως κλητήρ* κάλεσε εναγόμενο να προσέλθει σε δικάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + κλητήρ (< καλῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 13STRATEGI — Graece Στρατηγοὶ, inter praecipuos Atheniensium Magistratus, numerô decem quotannis bello praeficiebantur, ut Grammatici docent ex Arisiotele et Hyperide. E singulis Tribubus unum fuisse creatos docere videtur in Cimone Plutarchus: Pollux vero l …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …

    Dictionary of Greek

  • 15εθελοντής — ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής Α και ἐθελοντήρ θηλ. ἐθελοντίς, η) αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι νεοελλ. αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό αρχ. είδος μίμων, δεικηλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ.… …

    Dictionary of Greek

  • 16κλητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο καλείται κάποιος 2. φρ. (νομ.) «κλητήριο θέσπισμα» ή «κλητήριο επίκριμα» ή απλώς «κλητήριο» το δικαστικό έγγραφο με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος όταν παραπέμπεται με απευθείας κλήση, δηλαδή χωρίς βούλευμα, από… …

    Dictionary of Greek

  • 17ομοκλής — ὁμοκλής, ὁ (ΑΜ) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με έναν άλλο, ομώνυμος, ομόκλητος* («Θεόδωρος σὺν τοῑς ὁμοκλεέσιν», Θεόδ. Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + καλῶ (πρβλ. ομό κλητος, ομο κλητήρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 18πραγματοδίφης — ὁ, Α αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιώτικος... καὶ πραγματοδίφης», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο δίφης, ιστοριο δίφης] …

    Dictionary of Greek