κλητήρ
1κλητήρ — κλητήρ, ῆρος, ὁ (AM) βλ. κλητήρας …
2κλητήρ — summoner masc nom sg …
3κλητῆρ' — κλητῆρα , κλητήρ summoner masc acc sg κλητῆρι , κλητήρ summoner masc dat sg κλητῆρε , κλητήρ summoner masc nom/voc/acc dual …
4κλητῆρα — κλητήρ summoner masc acc sg …
5κλητῆρας — κλητήρ summoner masc acc pl …
6κλητῆρες — κλητήρ summoner masc nom/voc pl …
7κλητῆρι — κλητήρ summoner masc dat sg …
8κλητῆρος — κλητήρ summoner masc gen sg …
9κλητήρων — κλητήρ summoner masc gen pl …
10κλήτωρ — κλήτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. κλητήρ* 2. αυτός που παρέχει δείπνο, εστιάτορας 3. αυτός που επικαλείται τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κλητήρ*, εμφανίζει επίθημα τωρ (πρβλ. φρά τωρ / φρα τήρ)] …
Страницы
- 1
- 2