κληρ-όω

  • 1ημικλήριον — ἡμικλήριον, τὸ (Α) 1. το μισό μέρος τής κληρονομιάς κάποιου 2. το μισό τού κλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλήρ ιον (< θ. κληρ τού κλήρος + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. παιδ ίον)] …

    Dictionary of Greek

  • 2-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …

    Dictionary of Greek

  • 3λεμβούχος — ο 1. ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης λέμβου, ο βαρκάρης 2. μεγάλη κεραία τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές τού πλοίου για την ανάρτηση λέμβου από αυτήν, αλλ. βαρδαλάντζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κληρ ούχος,… …

    Dictionary of Greek