κληρωτός
1κληρωτός — appointed by lot masc nom sg …
2κληρωτός — ή, ό (AM κληρωτός, ή, όν) [κληρώ] αυτός που εκλέγεται με κλήρο, σε αντιδιαστολή με τον αιρετό ή τον χειροτονητό (α. «κληρωτό δικαστήριο» το ορκωτό δικαστήριο β. «δημοκρατικὸν μέν... τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ αἱρετὰς ὀλιγαρχικόν»,… …
3κληρωτός — ή, ό 1. η φράση «κληρωτό δικαστήριο» σημαίνει το ορκωτό δικαστήριο. 2. το αρσ., κληρωτός ως ουσ., αυτός που καλείται για να κάνει τη στρατιωτική του θητεία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κληρωτόν — κληρωτός appointed by lot masc acc sg κληρωτός appointed by lot neut nom/voc/acc sg …
5κληρωτοῖς — κληρωτός appointed by lot masc/neut dat pl …
6κληρωτοί — κληρωτός appointed by lot masc nom/voc pl …
7κληρωτούς — κληρωτός appointed by lot masc acc pl …
8κληρωτῆς — κληρωτός appointed by lot fem gen sg (attic epic ionic) …
9κληρωτή — κληρωτός appointed by lot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10κληρωτῷ — κληρωτός appointed by lot masc/neut dat sg …
- 1
- 2